Saul Bellow, Άδραξε τη Μέρα

Το Νομπέλ του 1976

Ο Σωλ Μπέλοου (1915-2005) γεννήθηκε στον Λανσίν του Κεμπέκ από γονείς μετανάστες από τη Ρωσία, και μεγάλωσε στο Μόντρεαλ και το Σικάγο, όπου η οικογένειά του εγκαταστάθηκε οριστικά το 1924. Σπούδασε κοινωνιολογία και ανθρωπολογία.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο αμερικανικό Εμπορικό Ναυτικό. Σε όλη του τη ζωή συνδύασε την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία με τη λογοτεχνική δραστηριότητα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, το έγραψε σε ηλικία 29 ετών. Τα βιβλία που ακολούθησαν του έφεραν αναρίθμητα βραβεία λογοτεχνίας, αξιώματα, υποτροφίες και τιμές όχι μόνο στη χώρα του αλλά και σε όλο τον κόσμο. Είναι ο μόνος που έχει λάβει Τιμητικό Πτυχίο από το Χάρβαρντ και το Γέιλ μέσα στον ίδιο χρόνο.

Τιμήθηκε με το National Book Award για τα μυθιστορήματα «Οι περιπέτειες του Όγκι Μαρτς» (1953), «Χέρτσογκ» (1964) και «Ο πλανήτης του κυρίου Σάμλερ» (1970). Επίσης τιμήθηκε με το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών για τη νουβέλα του «Seize the Day» («Άδραξε τη μέρα», 1956) και με το βραβείο Pulitzer για το μυθιστόρημα «Humboldt’s Gift» («Το δώρο του Χάμπολντ»). Το 1976 του απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας «για την ανθρώπινη κατανόηση και τη λεπτή ανάλυση του σύγχρονου πολιτισμού που συνδυάζονται στο έργο του». Το 1984 χρίστηκε μέλος της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και το 1990 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο του Εθνικού Ιδρύματος Βιβλίου για τη συνεισφορά του στα αμερικανικά γράμματα.

Άλλα έργα του: «Ο αιωρούμενος άνθρωπος» (1944), «Το θύμα» (1947), «Οι αναμνήσεις του Μόσμπι και άλλες ιστορίες» (1968), «Η κλοπή» (1990), το τελευταίο σημαντικό μυθιστόρημά του, «Ραβελστάιν» (2000) και πολλά θεατρικά έργα, διηγήματα και κριτικά κείμενα.

Ο Μπέλοου συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους της εβραϊκής αμερικανικής λογοτεχνίας και στους μεγάλους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Τα έργα του επηρέασαν βαθιά την αμερικανική λογοτεχνία μετά τον πόλεμο. Οι ήρωές του -ο Όγκι Μάρτς, ο Μόουζες Χέρτσογκ, ο Άρθουρ Σάμλερ, κ.ά.- αποτελούν μια υπέροχη πινακοθήκη ανασφαλών, αστείων, γοητευτικών, απομυθοποιητικών, νευρωτικών και ταυτόχρονα ευφυών παρατηρητών του σύγχρονου αμερικανικού τρόπου ζωής.

Το 1993 εγκατέλειψε το αγαπημένο του Σικάγο, «γιατί δεν μπορούσε να περνά μπροστά από τα σπίτια των πεθαμένων φίλων του» και γιατί την πόλη διέτρεχε ένα «βαρύ ρατσιστικό κλίμα». Πέθανε  στις 5 Απριλίου 2005, «διατηρώντας την οξύτητα του πνεύματός του έως το τέλος», όπως είπε στενός του φίλος.

 

ΑΔΡΑΞΕ ΤΗ ΜΕΡΑ

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Τόμυ Oυίλχελμ, αν και 40 ετών, διατηρεί έναν  αυθορμητισμό που τον έχει φέρει στο χείλος του γκρεμού: χωρισμένος από τη γυναίκα και τα παιδιά του, σε τεταμένες σχέσεις με τον επιτυχημένο πατέρα του, άνεργος και σε κακή οικονομική και ψυχολογική κατάσταση. Ένας άνθρωπος που ψάχνει για τον εαυτό του και βρίσκεται σε αναταραχή. Στη διάρκεια μιας μέρας,  ο Oυίλχελμ αναθεωρεί τα λάθη του παρελθόντος βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην απελπισία. Ο πατέρας του σκέφτεται ότι είναι καιρός να λύσει ο γιος του μόνος του τα  προβλήματα του, ενώ ο Τόμυ θέλει ουσιαστική βοήθεια από αυτόν. Βρισκόμαστε  μπροστά σε μια σύγκρουση χαρακτήρων, μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Ο πατέρας πιστεύει στην ηθική της εργασίας των προτεσταντών, στην εξουσία, την επιτυχία και τον ορθολογισμό. Είναι ο κατ’ εξοχήν αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Ενώ ο γιος του  είναι βαθιά νατουραλιστής και ιδεαλιστής, ζει σε μια διαφορετική Αμερική από εκείνη που κάποτε ήταν τόσο οικεία στον πατέρα.  Ο Τόμυ ζει μέσα σε έναν μεταπολεμικό κόσμο, μετά την οικονομική ύφεση και καταστροφή,  μέσα στον κόσμο του ψυχρού πολέμου και τον ανερχόμενο τεχνολογικό κόσμο.  Παράλληλα  ο Δρ. Τάμκιν αναλαμβάνει σε σημαντικό βαθμό  τον ρόλο ενός υποκατάστατου πατέρα για τον Τόμυ Ουίλχελμ,  του δίνει συμβουλές και τον οδηγεί σε μια τελική αναγνώριση, συνειδητοποίηση και αποδοχή  του εαυτού του. «Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Δρ. Τάμκιν μοιάζει πολύ με τον ίδιο τον Μπέλοου, δηλαδή είναι ένας εφευρέτης  και αφηγητής ιστοριών και αληθειών.». Τα  μυθιστόρημα αυτό  θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του του Μπέλοου, όπου συνδυάζει  επιδέξια το χιούμορ και το πάθος και ζωντανεύει στο πλαίσιο  μιας μέρας ολόκληρο το δρόμο του ανθρώπου που αγωνίζεται να επικυρώσει την αξία και την ανθρωπιά του.

«Αυτό που κάνει αυτό το βιβλίο τόσο σημαντικό δεν είναι μόνο το ταλέντο που έχει ο Μπέλοου να καταγράφει λεπτομέρειες που έχουν ζωτική σημασία – ούτε το ταλέντο του να περιγράφει ένα χαρακτήρα σε μια παράγραφο, σε μια φράση. Είναι η απίθανη ικανότητα της ματιάς του να συλλαμβάνει τη στιγμή και να βλέπει πέρα από αυτή». Chicago Sun-Times

 

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ωδή στην αποτυχία, με Nόμπελ, Πιμπλής Μανώλης, 7 Απριλίου 2005

«Το βραβείο Νόμπελ σπάνια αποτέλεσε καλό πράγμα για τους Αμερικανούς, ειδικά τους συγγραφείς. Ο Σίνκλερ Λούις και ο Τζον Στάινμπεκ σπάνια στάθηκαν εγκρατείς αφού το έλαβαν. Όσο για τον Χεμινγουέι, σταμάτησε να γράφει». Αυτό ήταν το σχόλιο του Σολ Μπέλοου όταν έπαιρνε το Νόμπελ, στις 21 Οκτωβρίου 1976. Εκείνος μέχρι την προχθεσινή έξοδό του από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών, έμεινε αυτός που ήταν. Συνέχισε να γράφει (συνολικά αφήνει 35 βιβλία πίσω του – μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, θεατρικά έργα), συνέχισε να ζει στο αγαπημένο του Σικάγο. Μέχρι το 1993, οπότε το εγκατέλειψε γιατί «δεν μπορούσε πια να περνά μπροστά από τα σπίτια των πεθαμένων φίλων του» και γιατί την πόλη διέτρεχε ένα «βαρύ ρατσιστικό κλίμα». Στο Σικάγο έζησε από εννέα ετών, όταν βρήκαν εκεί καταφύγιο οι φτωχοί Εβραίοι γονείς του, οι οποίοι έφυγαν από τη Ρωσία και έκαναν πρώτα μία πολυετή -πλην όχι και τόσο επιτυχημένη – προσπάθεια εγκατάστασης στον Καναδά. Ο Σόλομον Μπέλοους, όπως είναι το πραγματικό όνομα του νομπελίστα συγγραφέα, γεννήθηκε σε προάστιο του Μόντρεαλ. H μητέρα του ήθελε να τον κάνει ραβίνο ή βιολιστή, αλλά ο νεαρός Σόλομον, ήδη από τα 13 του λοξοκοίταζε προς το γράψιμο.  Ο Μπέλοου μεγάλωσε ως ένα αγενές παιδί της φτωχογειτονιάς, ένας σκληροτράχηλος μετανάστης από το Κεμπέκ. Κατά τον Κρίστοφερ Χίτσενς η λογοτεχνία του Μπέλοου και οι κύριοι ήρωές του αντανακλούν τον δικό του πόθο για την υπέρβαση, μία μάχη να «υπερβεί όχι απλώς τις συνθήκες, αλλά και τις ψυχώσεις του γκέτο». Οι πρωταγωνιστές του Μπέλοου, με τη μία μορφή ή την άλλη παλεύουν όλοι με αυτό που ο ήρωάς του Κόρντ ( στο βιβλίο « Ένα ανήσυχος Δεκέμβρης»)  αποκαλεί «οι μεγάλης κλίμακας παραλογισμοί του 20ού αιώνα» Αυτή η υπέρβαση επιτυγχάνεται, αν γίνεται, μόνο μέσα από μία «θηριώδη αφομοίωση γνώσεων και μορφώσεως» (Χίτσενς) και μία έμφαση στην αρχοντιά.

«Μυθιστοριογράφος της αποτυχίας και του χλευασμού», όπως έχει αποκληθεί από τους συγγραφείς που μίλησαν πολύ για το δικαίωμα του ανθρώπου στην αποτυχία, ο Μπέλοου κατάφερε να φέρει κοντά την ευρυμάθεια με τη μαζική κουλτούρα. Πένα με διεισδυτικό χιούμορ, γοήτευσε την Ακαδημία των Νόμπελ και για τον «υποδειγματικό έλεγχο» των θεμάτων και της φόρμας του, σημειώνοντας ιδιαίτερα ότι το «Άδραξε τη μέρα», βιβλίο του 1956, ήταν ένα από τα «κλασικά έργα» στην εποχή του. Το έδαφος για το Νόμπελ είχε προετοιμάσει και το βιβλίο «Humboldt’s Gif» που, λίγους μήνες νωρίτερα, του είχε χαρίσει το Βραβείο Πούλιτζερ.

Από το “ poiein.gr”, Γιάννης Γκούμας (2013)

Ο Μπέλοου ήταν ο πρώτος σημαντικός Αμερικανός συγγραφέας να μετατοπίσει το κύριο ενδιαφέρον της λογοτεχνίας του από το κοινωνικό και πολιτικό στο υπαρξιακό. Ο Μπέλοου ήταν πρωτίστως ατομικιστής, ένας άνθρωπος που ήθελε νʼ αποδείξει ότι αν και η κοινωνία είχε γίνει γιγαντιαία, ο κάθε άνθρωπος δεν ήταν μικρότερος.

Μολονότι είχε επεκτείνει τις δυνατότητες και τον τρόπο της τέχνης του, ο Μπέλοου έβλεπε όλους τους πρωταγωνιστές του ως «θύματα» μιας ζωής που αναζητούσαν γιατρειά στον άθεο εικοστό αιώνα. Στο πρώτο του μυθιστόρημα, Dangling Man [Κουνιστός άνθρωπος] (1944), παρουσιάζει τον ήρωα του, Joseph, που κουνιέται πέρα δώθε γιατί σταμάτησε να δουλεύει, περιμένοντας να τον επιστρατεύσουν. Ο Joseph είναι παθητικός, παραδομένος, αλλά υπερευαίσθητος όσον αφορά τη ζωή. Τελικά εκλιπαρεί για ήττα με το να ζητήσει να τον επιστρατεύσουν το συντομότερο. Στο Dangling Man δείχνει τον σύγχρονο άνθρωπο επιβαρυμένο, βαριεστημένο, από την ίδια του την ελευθερία, κι όμως αποξενωμένος από τον γύρω κόσμο λόγω της αγωνίας του.

Στο The Victim {Το θύμα] (1947) μπαίνει πιο βαθειά στο θέμα του ιουδαϊσμού. Ο Asa Leventhal [Άσα Λέβενταλ], δημοσιογράφος, ανησυχεί για την θέση του. Τον παραλαμβάνει ένας παλαβός, μπεκρής, αντισημίτης ο οποίος τον κατηγορεί πως κάποτε του έκανε κακό. Ο Leventhal συνειδητοποιεί, με το να τον καταδιώκει αυτό το πλάσμα, ότι χρειάζεται κάτι να μισεί, ότι ο ίδιος κουβαλάει μέσα του ένα απάνθρωπο μικρόβιο. Υπάρχει μια θαυμάσια σκηνή, χαρακτηριστικό της έντονης και συγκινητικής ιδιότητας του Μπέλοου, όπου οι δυο άντρες συναντιόνται και καβγαδίζουν με μπουνιές. Ο Leventhal ξαφνικά αντιλαμβάνεται την συνενοχή του, με τον ανταγωνιστή και βασανιστή του, στην ίδια τη ζωή. Οι δυο άνδρες είναι «αδέλφια». Το μυθιστόρημα τελειώνει σε ήπιο τόνο, που θα μπορούσε να αποτελεί επιγραφή για όλα τα έργα του Μπέλοου: «Επιλέξατε αξιοπρέπεια. Κανείς δεν γνωρίζει αρκετά για να την απορρίψει». Λόγια ενός ανθρωπολόγου βέβαια.

Στο περιπετειώδη, από τεχνικής πλευράς χωρίς φιλοδοξίες, χαλαρό The Adventures of Augie March [Οι περιπέτειες του Ώγκη Μάρτς] (1953), ο Μπέλοου παρουσιάζει τον ήρωα του ο οποίος αρνείται να δεχτεί την ήττα, αν και παραδέχεται ότι «όλοι ένιωσαν πικρία από αυτό που διάλεξαν». Ο Augie διαφέρει από τον Joseph και τον Leventhal: αν και ακόμη θύμα, επιβεβαιώνει παρά να διερωτάται τι συμβαίνει. Καταλήγει σε γκάγκστερ, ζιγκολό, σύζυγο, και τα δέχεται όλα.

Η νουβέλα Seize the Day [Αδράξτε την ημέρα] (1956) αναφέρεται σε μια αποτυχία ― ως βιοπαλαιστής, ως σύζυγος, ως γιός ― του Μπέλοου η πιο καθαρή περιγραφή όλων των θυμάτων του. Ξέρει ότι είναι ανάξιος και χαζός, κι όμως πρέπει να παραδίδει τα λεφτά του σʼ έναν ανέντιμο ψυχίατρο, τον Tamkin, για να τα επενδύσει στο χρηματιστήριο. Μπορεί να εκπληρώσει τον εαυτό του μόνο σαν κορόιδο έμπιστου ανθρώπου, να κάθεται να βλέπει τα λεφτά του να εξαφανίζονται. Τελικά, χαμένος, απένταρος, διωγμένος από τον πλούσιο, φιλάσθενο ηλικιωμένο πατέρα του τον οποίο φέρνει απλά και μόνο σε δύσκολη θέση, ο Tommy Wilhelm [Τόμυ Γουίλχελμ] ξεσπάει σε δάκρυα σʼ ένα παρεκκλήσι στην κηδεία ενός τελείως άγνωστου ανθρώπου. Η μουσική παίζει: «Αυτός την άκουσε και βυθίστηκε βαθύτερα κι από την θλίψη, μέσα από κομματιαστούς λυγμούς και κλάματα προς την εκπλήρωση της ύστατης ανάγκης της καρδιάς του.» Ένα τέλος από τα πιο συγκινητικά σʼ όλη τη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα.

ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

https://www.toperiodiko.gr/%CF%83%CF%89%CE%BB-%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%B4%CF%81%CE%B1%CE%BE%CE%B5-%CF%84%CE%B7-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B7%CF%84%CF%8E%CE%BD%CF%84/#.XsbV52gzbcs

https://www.tovima.gr/2015/05/29/books-ideas/sol-mpelooy-o-koryfaios-metapolemikos-pezografos-twn-ipa/

https://dimartblog.com/2014/06/11/saul-bellow-1915-2005-a/

https://www.athensvoice.gr/culture/book/130734_101-hronia-sol-mpelooy

https://www.sansimera.gr/biographies/111

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

https://onmybookself.wordpress.com/2019/08/10/%CE%AC%CE%B4%CF%81%CE%B1%CE%BE%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1-saul-bellow-%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%8E/

http://bookworm-sue.blogspot.com/2013/11/blog-post_25.html

http://teddygr.blogspot.com/2012/12/blog-post_9.html

 

Σχολιάστε